- τσουρουφλίζω
- τσουρούφλισα, τσουρουφλίστηκα, τσουρουφλισμένος, καψαλίζω (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τσουρουφλίζω — τσουρουφλίζω, τσουρούφλισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
τσουρουφλίζω — Ν καίω ελαφρά την επιφάνεια ενός πράγματος, καψαλίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. έχει προέλθει πιθ. με συμφυρμό τών ονοματοποιημένων τ. τσουρώνω και τσουφλίζω] … Dictionary of Greek
τσουρούφλισμα — το, Ν [τσουρουφλίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τσουρουφλίζω … Dictionary of Greek
αφεύω — ἀφεύω (Α) 1. καψαλίζω, τσουρουφλίζω 2. καίω εντελώς, ως τη ρίζα 3. ψήνω, μαγειρεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αφ (< απο ) + εύω «καψαλίζω»] … Dictionary of Greek
επικαίω — ἐπικαίω και αττ. τ. ἐπικάω (Α) 1. ανάβω σ’ έναν τόπο, καίω σε βωμό 2. καίω κάτι στην επιφάνειά του, καψαλίζω, τσουρουφλίζω 3. καίω την κορυφή 4. καυτηριάζω 5. στιγματίζω, κάνω στίγμα με φωτιά («ἐπικαίω ἵππον») … Dictionary of Greek
εύω — εὕω και εὔω (Α) (ποιητ. τ.) 1. φλογίζω, καψαλίζω 2. (μτφ. για κακή ή δύστροπη γυναίκα) βασανίζω, τσουρουφλίζω («ἥ τ ἄνδρα... εὕει ἄτερ δαλοῡ», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαίο ρήμα που γρήγορα υποχώρησε στην Ελληνική έναντι τού συνωνύμου του καίω.… … Dictionary of Greek
καψαλίζω — 1. καίω ελαφρά την επιφάνεια ενός αντικειμένου, τό τσουρουφλίζω («να καψαλίσεις την κότα καλά») 2. (για ταριχευμένα ψάρια) ψήνω ελαφρά στη φωτιά για αφαίρεση τού δέρματος («καψαλίζω ρέγγα») 3. (για κομμάτια ψωμιού) πυρώνω ελαφρά μέχρι να… … Dictionary of Greek
περικαίω — ΝΑ, και περικαίγω Ν, και αττ. τ. περικάω Α καίω κάτι ολόγυρα, καψαλίζω τσουρουφλίζω αρχ. 1. μτφ. φλογίζω, εξεγείρω, εξερεθίζω 2. παθ. περικαίομαι α) φλέγομαι ολόγυρα, από όλα τα μέρη, καψαλίζομαι γύρω γύρω β) φλέγομαι από αγάπη για κάποιον … Dictionary of Greek
περιφλεύω — Α περικαίω, τσουρουφλίζω από παντού. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + *φλεύω «φλέγω, καίω» (βλ. λ. φλεύω)] … Dictionary of Greek
σποδίζω — Α [σποδός] 1. ψήνω κάτι μέσα στη ζεστή στάχτη («μύρτα καὶ φηγοὺς σποδιοῡσι πρὸς τὸ πῡρ», Πλάτ.) 2. καίω, μεταβάλλω σε στάχτη («ἤ με κεραυνῷ σπόδισον ταχέως», Αριστοφ.) 3. καψαλίζω, τσουρουφλίζω («σποδίσαντες δὲ τὰς τρίχας», Διόδ.) 4. έχω τεφρό… … Dictionary of Greek